- ἐγειτνία
- ἐγειτνίᾱ , γειτνιάωto be a neighbourimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγειτνίασας — ἐγειτνίᾱσας , γειτνιάω to be a neighbour aor ind act 2nd sg (attic doric) γειτνιάζω aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)